- κυνώπης
- κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, -ιδος (Α)1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.)3. το θηλ. ἡ κυνώπιςως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)-* + -ωπης (< -ωψ, -ωπος < ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ-ώπης, κυαν-ώπης].
Dictionary of Greek. 2013.